λόρδων

From LSJ
Revision as of 11:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόρδων Medium diacritics: λόρδων Low diacritics: λόρδων Capitals: ΛΟΡΔΩΝ
Transliteration A: lórdōn Transliteration B: lordōn Transliteration C: lordon Beta Code: lo/rdwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,    A the demon of impure λόρδωσις (cf. λορδόω sub fin.), cf. Κύβδασος (from κύβδα), Pl. Com.174.17.

Greek (Liddell-Scott)

λόρδων: -ωνος, ὁ, ὁ δαίμων τῆς αἰσχρᾶς λορδώσεως, πρβλ. Κύβδασος (ἐκ τοῦ κύβδα), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 17.

Greek Monolingual

λόρδων, -ωνος, ὁ (Α) λορδός
ως κύριο όν. (με αισχρή σημ.) ὁ Λόρδων
ο θεός της σκόπιμης λόρδωσης, της ώθησης τή λεκάνης προς τα εμπρός για συνουσία.