μυξωτῆρες
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
οἱ, A nostrils, Hdt.2.86, Dsc.1.54, S.E.P.1.127: rare in sg., Hp.Morb.2.19 (s. v.l.), Dsc.Eup.1.7, Antyll. ap. Orib.8.13.4.
Greek (Liddell-Scott)
μυξωτῆρες: οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ.
Greek Monotonic
μυξωτῆρες: οἱ, τα ρουθούνια, Λατ. nares, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
the nostrils, Lat. nares, Hdt.