μελλόγαμβρος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ὁ, A about to be a brother-in-law, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόγαμβρος: ὁ, ὁ μέλλων νὰ γείνῃ γαμβρός, «μελλόγαμβρος· μελλονυμφίος» Ἡσύχ.