μεσόριον
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Full diacritics: μεσόριον | Medium diacritics: μεσόριον | Low diacritics: μεσόριον | Capitals: ΜΕΣΟΡΙΟΝ |
Transliteration A: mesórion | Transliteration B: mesorion | Transliteration C: mesorion | Beta Code: meso/rion |
Μέσορος, A v. μεσούριον, μέσσορος.
[Seite 139] τό, Gränze zwischen zwei Orten, Sp.
μεσόριον: μέσορος, ἴδε μεσούριον, μέσσορος.
μεσόριον, τὸ (Α)
βλ. μεσούριον.