μηκυσμός
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ὁ, A lengthening, esp. of vowels, Eust.81.6.
German (Pape)
[Seite 172] ὁ, das Langmachen, das Langaussprechen der Vocale, Eust. 81, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μηκυσμός: ὁ, ἡ μήκυνσις, ἰδίως τῶν φωνηέντων, Εὐστ. 81. 6.
Greek Monolingual
μηκυσμός, ὁ (Α) μηκύνω
η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η μήκυνση φωνήεντος.