Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
Full diacritics: μοιχευτός | Medium diacritics: μοιχευτός | Low diacritics: μοιχευτός | Capitals: ΜΟΙΧΕΥΤΟΣ |
Transliteration A: moicheutós | Transliteration B: moicheutos | Transliteration C: moicheftos | Beta Code: moixeuto/s |
ή, όν, A adulterous, ib.350.
[Seite 198] ehebrecherisch, Maneth. 4, 350.
μοιχευτός: -ή, -όν, ὁ μοιχευόμενος, μοιχικός, Μανέθων 4. 350.
μοιχευτός, -ή, -όν (ΑΜ) μοιχεύω
μοιχικός, μοιχευόμενος.