μυλόομαι
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
Pass., (μύλη) A to be hardened, cicatrized, of wounds, f.l. for ἐμυκώθη in Hp.Mul.1.40, as read by Erot. (ἐμυλώθη· ἐτυλώθη) μυλοῦνται is prob. cj. for μολοῦνται in Hp.Coac.501.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλόομαι: Παθ., (μύλη) τυλοῦμαι, σκληρύνομαι ἢ ἐπουλοῦμαι, ἐπὶ τραυμάτων, Ἱππ. 607, 6, ἔνθα ἐμυλώθη ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἐτυλώθη ἐν Ἐρωτ. Λεξ. Ἑτέρα γραφὴ ὑπάρχει ἐμυκώθη, ἐκ τοῦ μύκης ΙΙ. 3.