μυληθρίς
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: μῠληθρίς | Medium diacritics: μυληθρίς | Low diacritics: μυληθρίς | Capitals: ΜΥΛΗΘΡΙΣ |
Transliteration A: mylēthrís | Transliteration B: mylēthris | Transliteration C: mylithris | Beta Code: mulhqri/s |
ίδος, ἡ, A = μυλακρίς ΙΙ, Poll.7.19.
μυληθρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -θρίς (πρβλ. μυλωθρίς)].