ξυνωνός

From LSJ
Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνωνός Medium diacritics: ξυνωνός Low diacritics: ξυνωνός Capitals: ΞΥΝΩΝΟΣ
Transliteration A: xynōnós Transliteration B: xynōnos Transliteration C: ksynonos Beta Code: cunwno/s

English (LSJ)

ὁ,    A = κοινωνός, Theognost. Can.68.

Greek (Liddell-Scott)

ξῡνωνός: ὁ, = κοινωνός, Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68.

Greek Monolingual

ξυνωνός, ὁ (ΑΜ)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία.