πανηγυράζω
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
A celebrate a πανήγυρις, SIG344.3 (Teos, iv B. C.).
Greek Monolingual
και πανηγυριάζω Α
(δ. γρφ.) βλ. πανηγυρίζω.