πολυχρηστία
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ἡ, A great usefulness, Thphr.HP9.20.5.
German (Pape)
[Seite 677] ἡ, große Nutzbarkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρηστία: ἡ, μεγάλη χρησιμότης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 4.