πολυκατέργαστος
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
ον, = foreg., ib.4.135. II gloss on ἀτμένιος, Sch.Nic.Al.178.
German (Pape)
[Seite 664] vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκατέργαστος: -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με πολλούς τρόπους
2. αυτός που έχει υποστεί πολλή κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κατέργαστος (< κατεργάζομαι), πρβλ. ευ-κατέργαστος].