προσκαταλύω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
A undo or dissolve besides, D.C.47.32; complete the ruin of, Lib.Or.28.15.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταλύω: διαλύω προσέτι, Δίων Κ. 47. 32.
Greek Monolingual
Α
1. καταλύω επί πλέον
2. διαλύω επί πλέον
3. ολοκληρώνω μια καταστροφή («τὸν ἀπειρηκότα αὐχένα μείζονι κακῷ τούτῳ προσκατέλυε», Λιβάν.).