σαπωναρικός

From LSJ
Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾱπωναρικός Medium diacritics: σαπωναρικός Low diacritics: σαπωναρικός Capitals: ΣΑΠΩΝΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sapōnarikós Transliteration B: sapōnarikos Transliteration C: saponarikos Beta Code: sapwnariko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A saponaceous, soapy, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; -αρικὴ τέχνη art of making soap, Zos.Alch.p.142B.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰπωναρικός: -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, στακτός, Ἰατρ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σαπωνοειδής
2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» — η τέχνη παρασκευής σαπουνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -αρ- (πρβλ. πλουμ-αρ-ικός)].