σινάπινος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
η, ον, A of mustard, Dsc.1.38, Gal.11.870.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνάπῐνος: [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από σπόρους σιναπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος, ξύλι-ινος)].