στηρικτός
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ή, όν, A solid, firmly based, Hymn.Is.163. 2 = foreg., Cat.Cod.Astr.1.100.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στηρίζω
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.