στρεψηλάκατος

From LSJ
Revision as of 23:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψηλάκᾰτος Medium diacritics: στρεψηλάκατος Low diacritics: στρεψηλάκατος Capitals: ΣΤΡΕΨΗΛΑΚΑΤΟΣ
Transliteration A: strepsēlákatos Transliteration B: strepsēlakatos Transliteration C: strepsilakatos Beta Code: streyhla/katos

English (LSJ)

[ᾰκ], ον,    A turning the spindle, epith. of δαίμονες, PMag.Par.1.1358.

Spanish

que hace girar el eje

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. -στρεψ-α του στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ-ηλάκατος)].