συνεπικελεύω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A encourage by consent, PLond.3.1204.17 (ii B.C.), PStrassb.84.19 (ii B.C.), PGrenf.2.26.24 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
ενθαρρύνω με προτροπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικελεύω «παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω»].
Greek Monolingual
Α
ενθαρρύνω με προτροπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικελεύω «παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω»].