τανύγλωσσος

Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A long-tongued, chattering, κορῶναι Od.5.66.

German (Pape)

[Seite 1067] mit langer oder ausgestreckter Zunge, κορῶναι, Od. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν γλῶσσαν, λάλος, κορῶναι Ὀδ. Ε. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la langue allongée.
Étymologie: τανύω, γλῶσσα.

English (Autenrieth)

slender-tongued, long-tongued, Od. 5.66†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα
2. φλύαρος, λάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς βλ. λ. τείνω) + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ-γλωσσος. Για το θ. του α' συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνύγλωσσος: -ον (τανύω, γλῶσσα), αυτός που έχει μακριά γλώσσα, φλύαρος, κουτσομπόλης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύγλωσσος: с длинным языком, т. е. болтливый (κορῶναι Hom.).

Middle Liddell

τᾰνύ-γλωσσος, ον, τανύω, γλῶσσα
long-tongued, chattering, Od.