ταὐτολόγημα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ατος, τό, A tautology, Eust.948.56.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτολόγημα: τό, ταυτολογία, Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 948, 58.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ
ταὐτολογῶ
ταυτολογία.