φάγαινα

From LSJ
Revision as of 09:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάγαινα Medium diacritics: φάγαινα Low diacritics: φάγαινα Capitals: ΦΑΓΑΙΝΑ
Transliteration A: phágaina Transliteration B: phagaina Transliteration C: fagaina Beta Code: fa/gaina

English (LSJ)

[φᾰ], ἡ,    A = ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία, Ammon.Diff. p.136V.    II = φαγέδαινα 1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1249] ἡ, Freßsucht, Heißhunger, – übh. = φαγέδαινα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φάγαινα: ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = φαγέδαινα 1, «φάγαινα· φαγέδαινα, νόσος, φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. αδηφαγία
2. φαγέδαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -αινα, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (πρβλ. γάγγρ-αινα, φλύκτ-αινα)].