φρακτός

Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A fenced, protected, φολίδεσσι Opp.H.1.641; cf. φαρκτός.

German (Pape)

[Seite 1303] adj. verb. von φράσσω, eingeschlossen, umzäunt, geschützt, gepanzert, befestigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., πεφραγμένος, τεθωρακισμένος, σκεπασμένος, ὅσσα φῦλα ἢ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται, ἢ φολίδεσσι φρακτὰ Ὀππ. Ἁλ. 1. 641.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φρακτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α
νεοελλ.
1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος
2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή
4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό
περιφραγμένο κτήμα
μσν.-αρχ.
καλυμμένος, σκεπασμένος («ὅσσα φῡλα ἤ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται ἤ φολίδεσι φρακτά», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- του ρ. φράζω (ΙΙ) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. Ο νεοελλ. τ. φραχτός < φρακτός, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός)].