χειρίδιον
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
τό, A glove for rubbing the body, Antyll. ap. Orib.6.18.5; χειριδίων v.l. for χειρίδων in Gal.6.230.
German (Pape)
[Seite 1345] τό, dim. von χειρίς, Aermelchen, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειρίδιον: ὑποκοριστ. τοῦ χειρίς, «μανίκι», Ἀπόκρυφ. Πράξεις Πέτρου καὶ Παύλου 47, Δωρόθ. 1632C. 2) χειρόμακτρον ἢ εἶδος χειροκτίου πρὸς τρῖψιν τοῦ σώματος, ξηραὶ τρίψεις διά τε σινδόνων ἢ χειριδίων, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβάσ. 1. 494.