ψευδόστομα
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ατος, τό, A the false or blind mouth of a river, Str.17.1.18(pl.).
German (Pape)
[Seite 1395] τό, falsche, unächte Mündung, Strabo XVII.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόστομα: τό, ψευδὲς ἢ πεφραγμένον στόμα (ἐκβολὴ) ποταμοῦ, Στράβ. 801.