κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: ἀκέσμιος | Medium diacritics: ἀκέσμιος | Low diacritics: ακέσμιος | Capitals: ΑΚΕΣΜΙΟΣ |
Transliteration A: akésmios | Transliteration B: akesmios | Transliteration C: akesmios | Beta Code: a)ke/smios |
ον, A curable, Hsch.
[Seite 71] heilbar, Hesych. ἰάσιμος.
ἀκέσμιος: -ον, «ἀκέσμιον, ἰάσιμον», Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀκέσιμος).
-ον curable Hsch.
ἀκέσμιος, -ον (Α) ἀκεσμός
αυτός που μπορεί να γιατρευτεί.