ἀμυχμός
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ, A = ἄμυξις; ἀ. ξιφέων sword-wound, Theoc.24.126.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυχμός: ό, = ἄμυξις· ἀμ. ξιφέων, τραῦμα ἐκ ξίφους, Θεόκρ. 24. 124.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
desgarro c. gen. subjet. ξιφέων Theoc.24.126. (cf. ἀμυγμός).
Greek Monolingual
ἀμυχμός, ο (Α) αμύσσω
η ἄμυξις.
Greek Monotonic
ἀμυχμός: ὁ = ἀμυχή, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυχμός: (ᾰ) ὁ надрез, рана: ξυφέων ἀ. Theocr. рана, нанесенная мечом.