ἀντλητής
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = ἀντλητήρ 1, PLond.1.131r311 (i A.D.), al., Ptol.Tetr.179.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλητής: -οῦ, ὁ, = ἀντλητήρ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
el que saca agua, SB 9699.311 (I d.C.), Ptol.Tetr.4.4.5.