ἀργυράσπιδες
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
οἱ, A the silver-shielded, a corps in the army of Alexander, D.S.17.57, Arr.An.7.11.3, Ath.12.539e, etc.; also in the armies of the Diadochi, Plb.5.79.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠράσπιδες: οἱ, οἱ ἀργυρᾶς ἀσπίδας φέροντες, σῶμα τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολύβ. 5. 79, 4, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 539Ε· πρβλ. Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
los escudos de plata cuerpo de élite en el ejército macedonio, Plb.5.79.4, D.S.17.57, Arr.An.7.11.3, App.Syr.32, Poll.1.175, Ath.194d, 539e, Plu.Eum.13, 16, 18, 19, Polyaen.4.3.24, Ael.VH 9.3, Hsch.
•en el ejército babilonio, Iambl.Fr.1.
Greek Monolingual
ἀργυράσπιδες, οι (Α)
(για σώμα του μακεδονικού στρατού) αυτοί που κρατούν επάργυρες ασπίδες.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠράσπιδες: οἱ аргираспиды, «среброщитые» (род македонской гвардии) Polyb., Plut.