ἀρτιοδύναμος

Revision as of 15:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], ον,    A of even power, of numbers the halves of which are even, Nicom.Ar.1.8.

German (Pape)

[Seite 362] Nicom. ar. 1, 8, dem Werthe nach gerade, dem ἀρτιώνυμος entggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιοδύνᾰμος: -ον, ὁ ἄρτίαν ἔχων δύναμιν, ἐπὶ τῶν ἀριθμῶν, ὧν τὰ ἡμίση εἶναι ἄρτια, π.χ. ὁ ἀριθμ. 64 εἶναι ἀρτιοδύναμος, διότι τὸ ἥμισυ αὐτοῦ εἶναι 32, καὶ τούτου τὸ ἥμισυ 16, καὶ τούτου 8 μέχρι τῆς μονάδος, ἥτις «φύσει ἄτομος οὖσα οὐκέτι ἐπιδέχεται τὸ ἥμισυ», Νικομ. Ἀριθμ. 1. 8.

Spanish (DGE)

-ον
de producto par de números cuyas mitades son pares, Nicom.Ar.1.8.