ἁλικρείων
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
οντος, ὁ, A lord of the sea, Eust.57.27.
German (Pape)
[Seite 96] οντος, ὁ, dasselbe, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλικρείων: -οντος, ὁ, ὁ ἄρχων τῆς θαλάσσης, Εὐστ. 57. 27.
Spanish (DGE)
-οντος, ὁ señor del mar Eust.57.28.
Greek Monolingual
ἁλικρείων (-οντος), ο (Μ)
ο αλικράτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + κρείων «κυβερνήτης, κύριος»].