ἁμμάτιον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, Dim. of A ἅμμα 1.1, Gal.14.794.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅμμα, = ἐπίδεσμος, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ου, τό pequeña ligadura Gal.14.794.