ἄκρων
From LSJ
English (LSJ)
ονος, ὁ, A = ἀκροκώλιον, Hippiatr.7:—Dim. ἀκρωνάριον, ib. 64,129, cf. Sch.Luc.Lex.6.
German (Pape)
[Seite 85] ωνος, ὁ, die äußersten Glieder, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρων: -ωνος, ὁ, καὶ ἀκρωνάριον, το, = ἀκροκώλιον, Ἱππιατρ. σ. 32, κτλ., ὡς τὸ acro τοῦ μεταγεν. Λατινισμοῦ.
Greek Monolingual
ἄκρων (-ωνος), ο (Α)
το ακρωνάριον ή ακροκώλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωνία
μσν.
ἀκρωνάρια.