ἐκκαρυκεύω
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
A make into καρύκη (q.v.), in Pass., Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαρυκεύω: ὀψοποιῶ, «ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη· καρύκη γὰρ ἔδεσμα ἐκ πολλῶν συγκείμενον» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
gastron. aderezar con salsa de picadillo prob. en sent. fig. machacar, hacer picadillo en v. pas. ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη Hsch., cf. Sud.ε 1603, Phot.ε 1143.
Greek Monolingual
ἐκκαρυκεύω (Α)
παρασκευάζω φαγητό με καρύκευμα.