ἐκγιγαρτίζω
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
A take out the stone from, τὴν σταφίδα Dsc.1.25, cf. Androm. ap. Gal.13.23, Archig.ib.12.585 ; μῆλα Gp.8.27.1.
German (Pape)
[Seite 755] auskernen, σταφίδα Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγιγαρτίζω: ἐξάγω τὰ γίγαρτα, «κουκκούτσια», ἐκγιγαρτίζω τὴν σταφίδα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκορίδου.
Spanish (DGE)
vaciar, quitar las pepitas de las frutas μῆλα Orib.5.25.21, Gp.8.27.1
•en v. pas. σταφίδος ἐκγεγιγαρτισμένης Androm. en Gal.13.23, cf. Archig. en Gal.12.585, Dsc.1.25, cf. Eup.2.31.5, Paul.Aeg.3.53.3.
Greek Monolingual
ἐκγιγαρτίζω (Α)
αφαιρώ τα γίγαρτα, τα κουκούτσια.