ἐντροπόω
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
A fasten the oars with thongs, Hsch.:—Med., Agath.5.22; cf. τροπωτήρ.
German (Pape)
[Seite 858] das Ruder in den Ruderriemen, τροπωτήρ hineinbinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντροπόω: ἐνδέω τὴν κώπην εἰς τὸν σκαλμὸν διὰ τοῦ τροπωτῆρος, Ἡσύχ. - Μέσ., ἐντροπωσάμενοι Ἀγαθ. σ. 326. 19· πρβλ. τροπωτήρ.
Spanish (DGE)
amarrar, sujetar en Hsch.
•en v. med. mismo sent., c. ac. y dat. πτύα ... ταῖς ἐπισκαλμίσιν ἐντροπωσάμενοι habiendo sujetado los remos en los estrobos Agath.5.22.2.