Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαγωγεύς

From LSJ
Revision as of 19:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγωγεύς Medium diacritics: ἐπαγωγεύς Low diacritics: επαγωγεύς Capitals: ΕΠΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: epagōgeús Transliteration B: epagōgeus Transliteration C: epagogeys Beta Code: e)pagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A coat of clay on a wall, IG22.1672.61 (fort. pro ὑπ- legendum, Ar.Av.1149, sed cf. ἐξυπάγω).

German (Pape)

[Seite 894] ὁ, bei Poll. 8, 101 οἱ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγωγεύς: έως, ὁ, Πληθ. «ἐπαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες· ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί» Πολυδ. Η΄, 101 (ἀλλ’ ὁ Βεκκῆρος ἐξέδωκεν «εἰσαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας εἰσάγοντες», κτλ.), ὡς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἀθην. Πολιτ. (σ. 74, 10, ἔκδ. Blass), κληροῦσι δὲ καὶ εἰσαγωγέας ε΄ ἄνδρας, οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας.