ἐπιπωματικός

From LSJ
Revision as of 19:51, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπωματικός Medium diacritics: ἐπιπωματικός Low diacritics: επιπωματικός Capitals: ΕΠΙΠΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epipōmatikós Transliteration B: epipōmatikos Transliteration C: epipomatikos Beta Code: e)pipwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A serving to close up the pores, of oil, Sch.Ar.Pl.616.

German (Pape)

[Seite 974] ή, όν, bedeckend, verschließend, Schol. Ar. Plut. 616.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπωματικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπιπωματισμόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 616.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπωματικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη
νεοελλ.
ανατ. «επιπωματικοί υμένες» — δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα και στο ινιακό οστό.