ἐρυθρόγραμμος

From LSJ
Revision as of 22:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόγραμμος Medium diacritics: ἐρυθρόγραμμος Low diacritics: ερυθρόγραμμος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: erythrógrammos Transliteration B: erythrogrammos Transliteration C: erythrogrammos Beta Code: e)ruqro/grammos

English (LSJ)

ον,    A with red lines, Arist.Fr.294, cf. Ath.7.321e.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothen Linien, Ath. VII, 305 d 321 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόγραμμος: -ον, ἐρυθρὰς ἔχων γραμμάς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. Ἀθήν. 321Ε.

Greek Monolingual

ἐρυθρόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γραμμος < γραμμή.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθρόγραμμος: с красными полосами (σάλπη Arst.).