ἑκατονταπλάσιος

From LSJ
Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτονταπλάσιος Medium diacritics: ἑκατονταπλάσιος Low diacritics: εκατονταπλάσιος Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: hekatontaplásios Transliteration B: hekatontaplasios Transliteration C: ekatontaplasios Beta Code: e(katontapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], ον, = sq., Simp`.in Ph.1115.33. Adv.    A -ίως LXX 1 Ch.21.3.

Spanish (DGE)

-ον
1 centuplicado, cien veces más numeroso ὅτ' ἂν ὁ σπόρος Ἰησοῦ ἑ. γένηται Didym.in Ps.cat.264
cien veces mayor χρόνος Simp.in Ph.1115.33
neutr. subst. τὸ ἑ. cantidad cien veces mayor Gr.Nyss.Usur.199.22.
2 adv. -ως cien veces más προσθεῖναι LXX 1Pa.21.3, cf. Ign.Ep.2.4, Didym.in Ps.cat.854, Mac.Aeg.Hom.36.1.4.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἑκατονταπλάσιος, -ον)
ο εκατονταπλούς, αυτός που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από τον εαυτό του
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκατονταπλάσιο
εκατονταπλάσια ποσότητα.