ἔκχρησις

From LSJ
Revision as of 22:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκχρησις Medium diacritics: ἔκχρησις Low diacritics: έκχρησις Capitals: ΕΚΧΡΗΣΙΣ
Transliteration A: ékchrēsis Transliteration B: ekchrēsis Transliteration C: ekchrisis Beta Code: e)/kxrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A loan, SIG742.52 (pl., Ephesus, i B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκχρησις: -εως, ἡ, δάνειον γενόμενος ὑφ’ ὅρους τινάς, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 205.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
prenda, garantía en un tipo de contratos de préstamo ἐκχρήσεις λαμβάνειν IEphesos 8.55, cf. 51, 57 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἔκχρησις (Α)
εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν.