Ἐλείθυια
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ἡ, A v. Εἰλείθυια.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐλείθυια: ἡ, ποιητ. ἀντὶ Εἰλείθυια.
English (Slater)
Ἐλείθυια daughter of Hera, goddess of childbirth.
1 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας (O. 6.42) ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (P. 3.9) Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων, παῖ μεγαλοσθενέος, ἄκουσον, Ἥρας, γενέτειρα τέκνων (N. 7.1) πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις (sc. at the birth of Apollo and Artemis.) (Pae. 12.17)
Spanish (DGE)
Ἐλειθυίη v. Εἰλείθυια.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Ἐλείθυια: ἡ, ποιητ. αντί Εἰλείθυια.
Russian (Dvoretsky)
Ἐλείθυια: ἡ Pind. = Εἰλείθυια.