ὀλίζων

From LSJ
Revision as of 00:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίζων Medium diacritics: ὀλίζων Low diacritics: ολίζων Capitals: ΟΛΙΖΩΝ
Transliteration A: olízōn Transliteration B: olizōn Transliteration C: olizon Beta Code: o)li/zwn

English (LSJ)

later spelling of ὀλείζων,    A v. ὀλίγος VI. 1.

German (Pape)

[Seite 322] ον, poet. compar. zu ὀλίγος, wie μέζων zu μέγας; Nic. Ther. 372; Ep. ad. 522 (IX, 521) ist ὀλίζον κλέος = dem Positiv; – ὀλίζωνες, Nic. Th. 123, ist auffallend (für ὀλίζονες,) u. Bentley vermuthet daher ὀλιζότεραι. S. übrigens nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίζων: -ον, ἴδε ὀλίγος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὀλίζων και ὀλείζων, -ον (Α)
παλαιότερος τ. συγκριτ. του ολίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολίγ-jων < θ. ὀλιγ- του ὀλίγος (πρβλ. μέγας: μέζων / μείζων). Ανάμεσα στους τ. ὀλίζων και ὀλείζων αρχαιότερος πρέπει να θεωρηθεί ο τ. ὀλίζων, όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. ὀλιζῶ, ενώ το -ει- του ὀλείζων πρέπει να οφείλεται σε αναλογική επίδραση του μείζων].

Russian (Dvoretsky)

ὀλίζων: 2, gen. ονος Anth. compar. к ὀλίγος.