ὀμματοποιός

From LSJ
Revision as of 00:10, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτοποιός Medium diacritics: ὀμματοποιός Low diacritics: ομματοποιός Capitals: ΟΜΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ommatopoiós Transliteration B: ommatopoios Transliteration C: ommatopoios Beta Code: o)mmatopoio/s

English (LSJ)

όν,    A causing to see, Iamb.VP6.31.

German (Pape)

[Seite 332] Augen machend, d. i. sehen machend, Iambl. v. Pyth. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.

Greek Monolingual

ὀμματοποιός, -όν (Α)
αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ποιός].