ὁλόομαι
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
Pass., A to be constituted a whole, Dam.Pr.276, cf. EM821.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόομαι: Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.