ὑλητόμος
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
[ῡ], ον, Dor. ὑλᾱτόμος, A = ὑλοτόμος, Theoc.17.9.
German (Pape)
[Seite 1177] = ὑλοτόμος, s. Lob. Phryn. 636.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλητόμος: -ον, Δωρ. ὑλᾱτόμος, = ὑλοτόμος, Θεόκρ. 17. 9· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. υλοτόμος.
Greek Monotonic
ὑλητόμος: -ον, Δωρ. ὑλᾱτόμος, = ὑλοτόμος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλητόμος: Theocr. = ὑλοτόμος I.