ὑδροσκόπος

From LSJ
Revision as of 08:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροσκόπος Medium diacritics: ὑδροσκόπος Low diacritics: υδροσκόπος Capitals: ΥΔΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hydroskópos Transliteration B: hydroskopos Transliteration C: ydroskopos Beta Code: u(dro/skopos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,    A water-seeker, well-sinker, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1174] Wasser suchend, auffindend, ὁ ὑδροσκόπος, Wassersucher, Brunnengräber (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροσκόπος: ὁ, ὁ ἀναζητῶν ὕδωρ, ἐξετάζων τὸν τόπον πρὸς ἀνεύρεσιν μερῶν ἔνθα ὑπάρχουσιν ὕδατα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].