ὑπέρθεμα

From LSJ
Revision as of 23:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρθεμα Medium diacritics: ὑπέρθεμα Low diacritics: υπέρθεμα Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑ
Transliteration A: hypérthema Transliteration B: hyperthema Transliteration C: yperthema Beta Code: u(pe/rqema

English (LSJ)

ατος, τό,    A overbid. Gloss.

German (Pape)

[Seite 1196] τό, das Übergebot, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρθεμα: τό, ἀνωτέρα προσφορὰ ἐν δημοπρασίᾳ πρὸς ἀναβίβασιν τῆς τιμῆς· - περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν παραγώγων αὐτῆς ὑπερθεμᾰτίζω, προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν (ἐν Κ. Πορφυρ. Νεαραῖς 280 ὑπερθεματίζω, ὑπερβαίνω τὸ θέμα, βαίνω πέραν τοῦ θέματος, δηλ. τῆς ἐπαρχίας), ὑπερθεματισμός, ὁ, τὸ προσφέρειν ἀνωτέραν τιμήν, ὑπερθεματιστής, ὁ, ὁ προσφέρων ἀνωτέραν τιμήν, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ ὑπερτίθημι
η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία.