Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Full diacritics: ὑψῐδειρος | Medium diacritics: ὑψίδειρος | Low diacritics: υψίδειρος | Capitals: ΥΨΙΔΕΙΡΟΣ |
Transliteration A: hypsídeiros | Transliteration B: hypsideiros | Transliteration C: ypsideiros | Beta Code: u(yi/deiros |
ον, A with high cliffs, χθών (of Delphi) Id.4.4. (Apptly. formed from δειρή in the sense of δειράς.)
-ον, Α
(συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -δειρος (< δειρή «λαιμός»), πρβλ. πολύ-δειρος].