ὠμίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med., A take on one's shoulders, Suid. (v.l. ὠμησάμενος), Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμίζομαι: μέσ., λαμβάνω εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.
Full diacritics: ὠμίζομαι | Medium diacritics: ὠμίζομαι | Low diacritics: ωμίζομαι | Capitals: ΩΜΙΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: ōmízomai | Transliteration B: ōmizomai | Transliteration C: omizomai | Beta Code: w)mi/zomai |
Med., A take on one's shoulders, Suid. (v.l. ὠμησάμενος), Zonar.
ὠμίζομαι: μέσ., λαμβάνω εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.
Α ὦμος
παίρνω στους ώμους μου και κουβαλώ.