κυκνίας

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνίας Medium diacritics: κυκνίας Low diacritics: κυκνίας Capitals: ΚΥΚΝΙΑΣ
Transliteration A: kyknías Transliteration B: kyknias Transliteration C: kyknias Beta Code: kukni/as

English (LSJ)

ἀετός, ὁ, a kind of A white eagle, Paus.8.17.3.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνίας: ἀετός, ὁ, εἶδος λευκοῦ ἀετοῦ, Παυσ. 8. 17, 3.

Greek Monolingual

κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας)
είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκιν-ίας, κοχλ-ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω του λευκού χρώματός του].